ημιδαής

ημιδαής
ἡμιδαής, -ές (Α)
1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ' ἄρα νηῡς λίπετ' αὐτόθι», Ομ. Ιλ.)
2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ-δαής, ταχυ-δαής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡμιδαής — half burnt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιδαῆ — ἡμιδαής half burnt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιδαής half burnt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιδαής half burnt masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιδαές — ἡμιδαής half burnt masc/fem voc sg ἡμιδαής half burnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”