- ημιδαής
- ἡμιδαής, -ές (Α)1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ' ἄρα νηῡς λίπετ' αὐτόθι», Ομ. Ιλ.)2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ-δαής, ταχυ-δαής].
Dictionary of Greek. 2013.